- πολύφατος
- πολῠφᾰτος1 renowned
ὁ πολύφατος ὕμνος O. 1.8
Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων P. 11.47
ἀμφὶ Νεμέᾳ πολύφατον θρόον ὕμνων δόνει ἡσυχᾷ N. 7.81
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ὁ πολύφατος ὕμνος O. 1.8
Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων P. 11.47
ἀμφὶ Νεμέᾳ πολύφατον θρόον ὕμνων δόνει ἡσυχᾷ N. 7.81
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πολύφατος — much spoken of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφατος — ον, Α 1. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περίφημος, διαβόητος 2. έξοχος, εξαίρετος («ὅθεν ὁ πολύφατος ὕμνος ἀμφιβάλλεται σοφῶν μητίεσσι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φατός (< φημί), πρβλ. θεό φατος] … Dictionary of Greek
πολύφατον — πολύφατος much spoken of masc/fem acc sg πολύφατος much spoken of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφάτους — πολύφατος much spoken of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφάτων — πολύφατος much spoken of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφασία — ἡ, Α [πολύφατος] (κατά τον Ησύχ.) πολυλογία, φλυαρία … Dictionary of Greek